μολοσσός

μολοσσός
ο овчарка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μολοσσός" в других словарях:

  • Μολοσσός — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… …   Dictionary of Greek

  • μολοσσός — ο μεγαλόσωμος ποιμενικός σκύλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ζώτος, Μολοσσός — (Δρόβιανη, Ήπειρος 1837 – Αθήνα 1912). Λόγιος και συγγραφέας. Από το 1858 έως το 1866 δίδαξε στη σχολή των Ιωαννίνων και στη συνέχεια, μετά την κατάληψη των Ιωαννίνων από τους Τούρκους, κατέφυγε στην Αθήνα, και από εκεί στην Κρήτη, για να πάρει… …   Dictionary of Greek

  • Μολοσσόν — Μολοσσός masc/fem acc sg Μολοσσός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολοττόν — Μολοσσός masc/fem acc sg (attic) Μολοσσός neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολοσσοῖς — Μολοσσός masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολοσσοί — Μολοσσός masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολοσσοῦ — Μολοσσός masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολοσσούς — Μολοσσός masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολοσσά — Μολοσσός neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»